- χορευτής
- ο, θηλ. χορεύτρια, ΝΜΑ, και χορεύτρα Ν, και χορευτρία Α [χορεύω]1. (γενικά) άτομο που χορεύει2. πρόσωπο που μετέχει σε χορό δράματος («ὅτε τῇ πρώτῃ τραγῳδίᾳ ἐνίκησεν Ἀγάθων, τῇ ὑστεραίᾳ ᾗ τὰ ἐπινίκια ἔθυεν αὐτός τε καὶ οἱ χορευταί», Πλάτ.)νεοελλ.1. καλλιτέχνης που ασχολείται επαγγελματικά με τον χορό2. άτομο επιδέξιο στον χορό, χορευταράς3. παροιμ. «άρεσέ της ο χορός, ήβρε κι άντρα χορευτή» — λέγεται όταν κάποιος έχει ένα πάθος το οποίο ενισχύεται από άλλους ή από τις περιστάσειςμσν.-αρχ.(για ζώο) αυτός που αναπηδά («ὑπὲρ ἀργύρῳ δ' ὀχοῡνται ἐπὶ δελφῑσι χορευταῑς», Ανακρεόντ.)αρχ.1. ως κύριο όν. Χορευτήςπροσωνυμία τού Διονύσου και τού Πανός2. φρ. «θεοῡ χορευτής» — αφοσιωμένος οπαδός ενός θεού (Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.